γκόμενος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γκόμενος | οι | γκόμενοι |
γενική | του | γκόμενου | των | γκόμενων |
αιτιατική | τον | γκόμενο | τους | γκόμενους |
κλητική | γκόμενε | γκόμενοι | ||
όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γκόμενος αρσενικό
- (λαϊκό ή χυδαίο) αυτός με τον οποίο , κάποια/ος έχει ερωτικές σχέσεις
- (λαϊκό ή χυδαίο) ο ωραίος άντρας
Επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη γκόμενα