γκόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɡo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκό‐με‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκόμενος αρσενικό
- (λαϊκότροπο, οικείο) ερωτικός σύντροφος, αυτός με τον οποίο, κάποια/ος έχει ερωτικές σχέσεις
- (λαϊκότροπο, οικείο) ο ωραίος άντρας
- → χρειάζεται παράθεμα για τεκμηρίωση
- → δείτε και τη λέξη παίδαρος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γκόμενα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)