Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκόμενος οι γκόμενοι
      γενική του γκόμενου των γκόμενων
    αιτιατική τον γκόμενο τους γκόμενους
     κλητική γκόμενε γκόμενοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκόμενος < είτε από το γκόμενα,[1] είτε από την ιταλική gommeno → δείτε περισσότερα στο γκόμενα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκό‐με‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκόμενος αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο, οικείο) ερωτικός σύντροφος, αυτός με τον οποίο, κάποια/ος έχει ερωτικές σχέσεις
    → δείτε και τις λέξεις εραστής και ερωμένος
  2. (λαϊκότροπο, οικείο) ο ωραίος άντρας
    χρειάζεται παράθεμα για τεκμηρίωση
    → δείτε και τη λέξη παίδαρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)