βγάζω τη μπέμπελη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαβγάζω τη μπέμπελη
- (λαϊκότροπο) ζεσταίνομαι υπερβολικά, σκάω από τη ζέστη
- ※ Όλη μέρα εργασία
κούραση κι ορθοστασία,
κι από τη ζέστη βρε ζημιά
να σου 'ρχεται λιγοθυμιά.
Απόψε που την έβγαλα τη μπέμπελη
γουστάρω νύχτα δροσερή και ρέμπελη.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Ο Τραμπαρίφας (Το κορίτσι θέλει θάλασσα), (1951), Πρώτη εκτέλεση: το Τρίο Κιτάρα, στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος & Χρήστος Γιαννακόπουλος, σύνθεση: Μιχάλης Σουγιούλ.
- ※ Όλη μέρα εργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία βγάζω τη μπέμπελη
|
Πηγές
επεξεργασία- μπέμπελη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μπέμπελη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας