βαθύρριζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθύρριζος < αρχαία ελληνική βαθύρριζος
Επίθετο επεξεργασία
βαθύρριζος, -η, -ο
- που έχει βαθιές ρίζες
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαθύρριζος
|
βαθύρριζος, -η, -ο
|