Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αβαθύρριζος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αβαθύρριζ
ος
η
αβαθύρριζ
η
το
αβαθύρριζ
ο
γενική
του
αβαθύρριζ
ου
της
αβαθύρριζ
ης
του
αβαθύρριζ
ου
αιτιατική
τον
αβαθύρριζ
ο
την
αβαθύρριζ
η
το
αβαθύρριζ
ο
κλητική
αβαθύρριζ
ε
αβαθύρριζ
η
αβαθύρριζ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αβαθύρριζ
οι
οι
αβαθύρριζ
ες
τα
αβαθύρριζ
α
γενική
των
αβαθύρριζ
ων
των
αβαθύρριζ
ων
των
αβαθύρριζ
ων
αιτιατική
τους
αβαθύρριζ
ους
τις
αβαθύρριζ
ες
τα
αβαθύρριζ
α
κλητική
αβαθύρριζ
οι
αβαθύρριζ
ες
αβαθύρριζ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αβαθύρριζος
<
α-
+
βαθύρριζος
Επίθετο
επεξεργασία
αβαθύρριζος, -η, -ο
(
σπάνιο
) που δεν έχει βαθιές
ρίζες
, του οποίου οι ρίζες απλώνονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους
Αντώνυμα
επεξεργασία
βαθύρριζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβαθύρριζος