↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαθύρριζος η αβαθύρριζη το αβαθύρριζο
      γενική του αβαθύρριζου της αβαθύρριζης του αβαθύρριζου
    αιτιατική τον αβαθύρριζο την αβαθύρριζη το αβαθύρριζο
     κλητική αβαθύρριζε αβαθύρριζη αβαθύρριζο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαθύρριζοι οι αβαθύρριζες τα αβαθύρριζα
      γενική των αβαθύρριζων των αβαθύρριζων των αβαθύρριζων
    αιτιατική τους αβαθύρριζους τις αβαθύρριζες τα αβαθύρριζα
     κλητική αβαθύρριζοι αβαθύρριζες αβαθύρριζα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβαθύρριζος < α- + βαθύρριζος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβαθύρριζος, -η, -ο

  • (σπάνιο) που δεν έχει βαθιές ρίζες, του οποίου οι ρίζες απλώνονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία