Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμόσπλαγχνος < ὁμός + σπλάγχνον

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁμόσπλαγχνος, ος, ον

  • ο αδελφός ή η αδελφή,αυτός που βγήκε από την ίδια κοιλιά, που μοιράζεται την ίδια μάνα
    Ἀντιγόνη οὐδὲν γὰρ αἰσχρὸν τοὺς ὁμοσπλάγχνους σέβειν. Κρέων οὔκουν ὅμαιμος