Ετυμολογία

επεξεργασία
ὅμαιμος < ὁμός + αἷμα

  Επίθετο

επεξεργασία

ὅμαιμος, ος, ον

  • ο εξ αίματος συγγενής, ο στενός συγγενής
φόνος ὅμαιμος (για φόνο που διαπράχθηκε από στενό συγγενή του θύματος)

Σημειώσεις

επεξεργασία