Δείτε επίσης: κατατοπιστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατοπισμένος η κατατοπισμένη το κατατοπισμένο
      γενική του κατατοπισμένου της κατατοπισμένης του κατατοπισμένου
    αιτιατική τον κατατοπισμένο την κατατοπισμένη το κατατοπισμένο
     κλητική κατατοπισμένε κατατοπισμένη κατατοπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατοπισμένοι οι κατατοπισμένες τα κατατοπισμένα
      γενική των κατατοπισμένων των κατατοπισμένων των κατατοπισμένων
    αιτιατική τους κατατοπισμένους τις κατατοπισμένες τα κατατοπισμένα
     κλητική κατατοπισμένοι κατατοπισμένες κατατοπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατοπισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατατοπίζω < κατά + τόπος + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.to.piˈzme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

κατατοπισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία