Δείτε επίσης: κατατοπισμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατοπιστικός η κατατοπιστική το κατατοπιστικό
      γενική του κατατοπιστικού της κατατοπιστικής του κατατοπιστικού
    αιτιατική τον κατατοπιστικό την κατατοπιστική το κατατοπιστικό
     κλητική κατατοπιστικέ κατατοπιστική κατατοπιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατοπιστικοί οι κατατοπιστικές τα κατατοπιστικά
      γενική των κατατοπιστικών των κατατοπιστικών των κατατοπιστικών
    αιτιατική τους κατατοπιστικούς τις κατατοπιστικές τα κατατοπιστικά
     κλητική κατατοπιστικοί κατατοπιστικές κατατοπιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατοπιστικός < κατατοπίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

κατατοπιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία