Δείτε επίσης: μπάζο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπάζω [1] < ἐμπάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈba.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπά‐ζω
ομόηχο: μπάζο

μπάζω, πρτ.: έμπαζα, στ.μέλλ.: θα μπάσω, αόρ.: έμπασα, μτχ.π.π.: μπασμένος

  1. (οικείο) βάζω σε κλειστό χώρο
    ※  Οι επισκέπτες όμως ήρθανε. Τους έμπασε στο μεγάλο σαλόνι η καμαριέρα. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1990) Οι επισκέψεις [διήγημα])
  2. (οικείο) μπαίνω
  3. (ειδικότερα) επιτρέπω να περνάει ο αέρας, το νερό ή κάτι άλλο, από κάποιο σημείο που είναι τρύπιο (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δε σχετίζονται ετυμολογικά το μπαζώνω, μπάζα, μπάζωμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις βάζω και μπαίνω

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπάζω < ἐμπάζω < ἐμβάζω[1] (με προφορά [b] για το ⟨β⟩) με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [2] (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐμβιβάζω

μπάζω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εμπάζω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. μπάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας