μπάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπάζω [1] < ἐμπάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈba.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐ζω
- ομόηχο: μπάζο
Ρήμα
επεξεργασίαμπάζω, πρτ.: έμπαζα, στ.μέλλ.: θα μπάσω, αόρ.: έμπασα, μτχ.π.π.: μπασμένος
- (οικείο) βάζω σε κλειστό χώρο
- ※ Οι επισκέπτες όμως ήρθανε. Τους έμπασε στο μεγάλο σαλόνι η καμαριέρα. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1990) Οι επισκέψεις [διήγημα])
- (οικείο) μπαίνω
- (ειδικότερα) επιτρέπω να περνάει ο αέρας, το νερό ή κάτι άλλο, από κάποιο σημείο που είναι τρύπιο (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔε σχετίζονται ετυμολογικά το μπαζώνω, μπάζα, μπάζωμα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπάζω | έμπαζα | θα μπάζω | να μπάζω | μπάζοντας | |
β' ενικ. | μπάζεις | έμπαζες | θα μπάζεις | να μπάζεις | μπάζε | |
γ' ενικ. | μπάζει | έμπαζε | θα μπάζει | να μπάζει | ||
α' πληθ. | μπάζουμε | μπάζαμε | θα μπάζουμε | να μπάζουμε | ||
β' πληθ. | μπάζετε | μπάζατε | θα μπάζετε | να μπάζετε | μπάζετε | |
γ' πληθ. | μπάζουν(ε) | έμπαζαν μπάζαν(ε) |
θα μπάζουν(ε) | να μπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έμπασα | θα μπάσω | να μπάσω | μπάσει | ||
β' ενικ. | έμπασες | θα μπάσεις | να μπάσεις | μπάσε | ||
γ' ενικ. | έμπασε | θα μπάσει | να μπάσει | |||
α' πληθ. | μπάσαμε | θα μπάσουμε | να μπάσουμε | |||
β' πληθ. | μπάσατε | θα μπάσετε | να μπάσετε | μπάστε | ||
γ' πληθ. | έμπασαν μπάσαν(ε) |
θα μπάσουν(ε) | να μπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπάσει | είχα μπάσει | θα έχω μπάσει | να έχω μπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπάσει | είχες μπάσει | θα έχεις μπάσει | να έχεις μπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπάσει | είχε μπάσει | θα έχει μπάσει | να έχει μπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπάσει | είχαμε μπάσει | θα έχουμε μπάσει | να έχουμε μπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπάσει | είχατε μπάσει | θα έχετε μπάσει | να έχετε μπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπάσει | είχαν μπάσει | θα έχουν μπάσει | να έχουν μπάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις βάζω και μπαίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάζω < ἐμπάζω < ἐμβάζω[1] (με προφορά [b] για το ⟨β⟩) με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [2] (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐμβιβάζω
Ρήμα
επεξεργασίαμπάζω
- άλλη μορφή του ἐμπάζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμπάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ μπάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας