μπαζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαζώνω < μπάζο + -ώνω < παλαιο—ιταλική basa[1] [2] < λατινική basis[1] [2] < αρχαία ελληνική βάσις[1] [2] (αντιδάνειο)[2]
Ρήμα
επεξεργασίαμπαζώνω (παθητική φωνή: μπαζώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπάζο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαζώνω | μπάζωνα | θα μπαζώνω | να μπαζώνω | μπαζώνοντας | |
β' ενικ. | μπαζώνεις | μπάζωνες | θα μπαζώνεις | να μπαζώνεις | μπάζωνε | |
γ' ενικ. | μπαζώνει | μπάζωνε | θα μπαζώνει | να μπαζώνει | ||
α' πληθ. | μπαζώνουμε | μπαζώναμε | θα μπαζώνουμε | να μπαζώνουμε | ||
β' πληθ. | μπαζώνετε | μπαζώνατε | θα μπαζώνετε | να μπαζώνετε | μπαζώνετε | |
γ' πληθ. | μπαζώνουν(ε) | μπάζωναν μπαζώναν(ε) |
θα μπαζώνουν(ε) | να μπαζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπάζωσα | θα μπαζώσω | να μπαζώσω | μπαζώσει | ||
β' ενικ. | μπάζωσες | θα μπαζώσεις | να μπαζώσεις | μπάζωσε | ||
γ' ενικ. | μπάζωσε | θα μπαζώσει | να μπαζώσει | |||
α' πληθ. | μπαζώσαμε | θα μπαζώσουμε | να μπαζώσουμε | |||
β' πληθ. | μπαζώσατε | θα μπαζώσετε | να μπαζώσετε | μπαζώστε | ||
γ' πληθ. | μπάζωσαν μπαζώσαν(ε) |
θα μπαζώσουν(ε) | να μπαζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαζώσει | είχα μπαζώσει | θα έχω μπαζώσει | να έχω μπαζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαζώσει | είχες μπαζώσει | θα έχεις μπαζώσει | να έχεις μπαζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπαζώσει | είχε μπαζώσει | θα έχει μπαζώσει | να έχει μπαζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαζώσει | είχαμε μπαζώσει | θα έχουμε μπαζώσει | να έχουμε μπαζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαζώσει | είχατε μπαζώσει | θα έχετε μπαζώσει | να έχετε μπαζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαζώσει | είχαν μπαζώσει | θα έχουν μπαζώσει | να έχουν μπαζώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 μπάζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 μπάζα² - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.