Ετυμολογία

επεξεργασία
in for < → δείτε τις λέξεις in και for

  Έκφραση

επεξεργασία

in for (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω, περιμένω, είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσω κάτι σύντομα, συνήθως δυσάρεστο
    ⮡  We are in for a storm.
    Θα έχουμε θύελλα.
    ⮡  He is in for an unpleasant surprise.
    Τον περιμένει δυσάρεστη έκπληξη.
    ⮡  We are in for a difficult time.
    Μας περιμένουν δύσκολοι καιροί.