in earnest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin earnest (en)
- σοβαρά, με ειλικρίνεια
- ⮡ are you in earnest? μιλάς/μιλάτε σοβαρά; (εννοείτε αυτό που λέτε;)
- εντατικά, πλήρως, εντεταμένα· πλήρως κινητοποιημένα
- με γοργότερο-ταχύτερο ρυθμό
- στο μάξιμουμ, στον μέγιστο βαθμό, εντατικά
- με σοβαρή πρόθεση, στα σοβαρά