σωθικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σωθικά | ||
γενική | των | σωθικών | ||
αιτιατική | τα | σωθικά | ||
κλητική | σωθικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωθικά < μεσαιωνική ελληνική σωθικά < αρχαία ελληνική ἔσωθεν < ἔσω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασωθικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο) τα εντόσθια, τα σπλάχνα και (γενικότερα) τα μέσα
- (λαϊκότροπο) τ' άντερα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη έσω