Δείτε επίσης: σώθηκα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σωθικά
      γενική των σωθικών
    αιτιατική τα σωθικά
     κλητική σωθικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωθικά < μεσαιωνική ελληνική σωθικά < αρχαία ελληνική ἔσωθεν < ἔσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /so.θiˈka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σωθικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη έσω

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία