μνεία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μνεία | οι | μνείες |
γενική | της | μνείας | των | μνειών |
αιτιατική | τη | μνεία | τις | μνείες |
κλητική | μνεία | μνείες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μνεία < αρχαία ελληνική μνεία < μνάομαι / μνῶμαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μνεία θηλυκό
- αναφορά, υπενθύμιση, υπόμνηση (συνήθως τιμητική)
- Μπορείτε να αντιγράψετε αποσπάσματα από το κείμενο υπό την προϋπόθεση της μνείας της πηγής.
- Στα Όσκαρ έκαναν ιδιαίτερη μνεία στον συγκεκριμένο ηθοποιό (τον ανέφεραν επαινετικά)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | μνεία | μνεία | μνεῖαι |
Γενική | μνείας | μνείαιν | μνειῶν |
Δοτική | μνείᾳ | μνείαιν | μνείαις |
Αιτιατική | μνείαν | μνεία | μνείας |
Κλητική | μνεία | μνεία | μνεῖαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μνεία < μνάομαι / μνῶμαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mn̥yo- < *men-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μνεία θηλυκό