↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μνεία οι μνείες
      γενική της μνείας των μνειών
    αιτιατική τη μνεία τις μνείες
     κλητική μνεία μνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνεία < μνάομαι / μνῶμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μνεία θηλυκό

  • αναφορά, υπενθύμιση, υπόμνηση (συνήθως τιμητική)
    ⮡  Μπορείτε να αντιγράψετε αποσπάσματα από το κείμενο υπό την προϋπόθεση της μνείας της πηγής.
    ⮡  Στα Όσκαρ έκαναν ιδιαίτερη μνεία στον συγκεκριμένο ηθοποιό (τον ανέφεραν επαινετικά)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μνεί αἱ μνεῖαι
      γενική τῆς μνείᾱς τῶν μνειῶν
      δοτική τῇ μνεί ταῖς μνείαις
    αιτιατική τὴν μνείᾱν τὰς μνείᾱς
     κλητική ! μνεί μνεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνεί
γεν-δοτ τοῖν  μνείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνεία < μνάομαι / μνῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mn̥yo- < *men-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μνεία θηλυκό

  1. μνήμη, ανάμνηση
  2. υπόμνηση, υπενθύμιση
  3. αναφορά, μνημόνευση

Συγγενικά

επεξεργασία

πιθανόν και με τα εξής: