μνημεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μνημεῖον | τὰ | μνημεῖᾰ |
γενική | τοῦ | μνημείου | τῶν | μνημείων |
δοτική | τῷ | μνημείῳ | τοῖς | μνημείοις |
αιτιατική | τὸ | μνημεῖον | τὰ | μνημεῖᾰ |
κλητική ὦ! | μνημεῖον | μνημεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μνημείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μνημείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μνημεῖον < μνῆμ(α) + -εῖον [1] > πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμνημεῖον, -ου ουδέτερο
- ενθύμημα, κάθε ανάμνηση το αναμνηστικό, εκείνο που ανακαλεί στη μνήμη κάτι
- αναμνηστικό ενθύμιο
- μνημείο, ταφικό μνημείο, τάφος
- τεφροδόχος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μνήμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μνημεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνημεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.