Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μνηστή οι μνηστές
      γενική της μνηστής των μνηστών
    αιτιατική τη μνηστή τις μνηστές
     κλητική μνηστή μνηστές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνηστή < αρχαία ελληνική, θηλυκό του επιθέτου μνηστός: αυτή που την ποθούσε κάποιος και την κέρδισε, η σύζυγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μνηστή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία