γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μνηστός μνηστή τὸ μνηστόν
      γενική τοῦ μνηστοῦ τῆς μνηστῆς τοῦ μνηστοῦ
      δοτική τῷ μνηστ τῇ μνηστ τῷ μνηστ
    αιτιατική τὸν μνηστόν τὴν μνηστήν τὸ μνηστόν
     κλητική ! μνηστέ μνηστή μνηστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μνηστοί αἱ μνησταί τὰ μνηστᾰ́
      γενική τῶν μνηστῶν τῶν μνηστῶν τῶν μνηστῶν
      δοτική τοῖς μνηστοῖς ταῖς μνησταῖς τοῖς μνηστοῖς
    αιτιατική τοὺς μνηστούς τὰς μνηστᾱ́ς τὰ μνηστᾰ́
     κλητική ! μνηστοί μνησταί μνηστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μνηστώ τὼ μνηστᾱ́ τὼ μνηστώ
      γεν-δοτ τοῖν μνηστοῖν τοῖν μνησταῖν τοῖν μνηστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνηστός < μνάομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

μνηστός, -ή, -όν

  1. μνηστή: η σύζυγος, αυτή που την ποθούσε κάποιος και την κέρδισε
    ⮡  ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεΐδαο
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 35
    γῆμ' ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ' ἔκτανε νοστήσαντα
  2. που αξίζει να τον θυμόμαστε