μνηστός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνηστός < μνάομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαμνηστός, -ή, -όν
- μνηστή: η σύζυγος, αυτή που την ποθούσε κάποιος και την κέρδισε
- ⮡ ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεΐδαο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 35
- γῆμ' ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ' ἔκτανε νοστήσαντα
- που αξίζει να τον θυμόμαστε
Πηγές
επεξεργασία- μνηστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνηστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.