Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναμιλώ < ξανά + μιλώ

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναμιλώ

από τότε που μάλωσαν, δεν του έχει ξαναμιλήσει!

  Μεταφράσεις επεξεργασία