Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡəvʌˈrʲitʲ/
 

говорить (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο говори́ть
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό говори́ть говори́ться
συνοπτικό сказа́ть сказа́ться
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду говори́ть бу́дем говори́ть
β' πρόσ. бу́дешь говори́ть бу́дете говори́ть
γ' πρόσ. бу́дет говори́ть бу́дут говори́ть
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. говорю́ говори́м
β' πρόσ. говори́шь говори́те
γ' πρόσ. говори́т говоря́т
προστακτική говори́ говори́те
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής говоря́щий
μετοχή ενεστώτα παθητικής говори́мый
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα говоря́
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό говори́л говори́ли
θηλυκό говори́ла
ουδέτερο говори́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής говори́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής говорённый
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα поговори́в, поговори́вши
παράγωγα ουσιαστικά го́вор, сказа́ние

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"