Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
paroli parolis

paroli (fr) αρσενικό



ρήμα paroli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας parolas parolanta parolata
αόριστος parolis parolinta parolita
μέλλοντας parolos parolonta parolota
υποθετική parolus - -
προστακτική parolu - -

paroli (eo)