Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρολί < γαλλική paroli < ιταλική parole

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρολί ουδέτερο άκλιτο

  • στοίχημα που μεταφέρεται από την πρώτη ιπποδρομία στην δεύτερη και πολλαπλασιάζεται από τη μία στην άλλη (ιπποδρομία)

  Μεταφράσεις επεξεργασία