μίλημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μίλημα | τα | μιλήματα |
γενική | του | μιλήματος | των | μιλημάτων |
αιτιατική | το | μίλημα | τα | μιλήματα |
κλητική | μίλημα | μιλήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μίλημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μιλώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μίλημα
|
- ↑ μίλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας