muta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muta | mutaj |
αιτιατική | mutan | mutajn |
muta (eo)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuta (it) θηλυκό
- η αλλαγή
Συνώνυμα
επεξεργασία
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuta (fi)
- η λάσπη