Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

muto < movito, θαμιστικό του moveo

  Ρήμα επεξεργασία

muto

  1. μετακινώ
  2. μεταφυτεύω
  3. αλλάζω, μεταβάλλω
  4. μεταμορφώνω, μεταποιώ
  5. αλλοιώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

muto αρσενικό

  1. πέος, φαλλός

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική muto mutonēs
γενική mutonis mutonum
δοτική mutonī mutonibus
αιτιατική mutonem mutonēs
κλητική muto mutonēs
αφαιρετική mutone mutonibus
(γ' κλίση)

Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

muto (it)