λαλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαλώ
Μετοχή
επεξεργασίαλαλημένος, -η, -ο
- που έχει λαλήσει, τα έχει χάσει, παιγμένος, τρελαμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαλημένος
|