σαλταρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλταρισμένος: παθητική μετοχή του σαλτάρω
Μετοχή επεξεργασία
σαλταρισμένος -η -ο
- μην τον ξεσυνερίζεσαι, του έτυχαν πολλά τελευταία και είναι τελείως σαλταρισμένος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλταρισμένος
|