Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλτάρω < σάλτ(ο) + -άρω

σαλτάρω

  1. ανεβαίνω κάπου με άλμα, δίνω ένα σάλτο
    ο πιτσιρικάς σάλταρε στην καρότσα του φορτηγού
  2. τρελαίνομαι
    θα σαλτάρω μ'όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία