Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαλτάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαλτάρισμα
τα
σαλταρίσμα
τ
α
γενική
του
σαλταρίσμα
τ
ος
των
σαλταρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σαλτάρισμα
τα
σαλταρίσμα
τ
α
κλητική
σαλτάρισμα
σαλταρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαλτάρισμα
<
σαλτάρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαλτάρισμα
ουδέτερο
το
άλμα
, το
σάλτο
το να οδηγείται κάποιος στην
τρέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαλτάρισμα