σάλτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάλτο | τα | σάλτα |
γενική | του | σάλτου | των | σάλτων |
αιτιατική | το | σάλτο | τα | σάλτα |
κλητική | σάλτο | σάλτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασάλτο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- σάλτο μορτάλε: πολύ ριψοκίνδυνη ενέργεια