Ετυμολογία

επεξεργασία

saut < λατινική saltus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /so/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saut sauts

saut (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία