Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλταδόρος οι σαλταδόροι
      γενική του σαλταδόρου των σαλταδόρων
    αιτιατική τον σαλταδόρο τους σαλταδόρους
     κλητική σαλταδόρε σαλταδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλταδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική saltador + -ος < salta < ιταλικά salto (πβ. σάλτο) < λατινικά saltus < salio (=πηδάω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλταδόρος αρσενικό (λαϊκότροπο)

  1. αυτός που μπορεί να σαλτάρει, να κάνει άλματα
  2. (παρωχημένο) (κατά τη γερμανική κατοχή) αυτός που σάλταρε σε οχήματα των Γερμανών κατακτητών, για να αρπάξει διάφορα χρήσιμα είδη (τρόφιμα, λάστιχα κ.ά.)
    Σαλταδόρος (Τίτλος τραγουδιού σε στίχους και μουσική του Μιχάλη Γενίτσαρη)
  3. (μικρο)απατεώνας, κλεφταράκος
  4. αυτός που αποκτά υψηλά αξιώματα και θέσεις με ανήθικα ή αθέμιτα μέσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία