sauteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sauteur | sauteurs |
θηλυκό | sauteuse | sauteuses |
sauteur (fr)
- ακροβάτης, άνθρωπος που κάνει ριψοκίνδυνα άλματα
- (αθλητισμός) αθλητής
- (συνήθως στο αρσενικό, πιο σπάνια στο θηλυκό) άνθρωπος που υπόσχεται πολλά αλλά δεν κρατά το λόγο του
- sauteur: άλογο εκπαιδευμένο για το άλμα
- sauteuse: « εύκολη » γυναίκα
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sauteur | sauteurs |
θηλυκό | sauteuse | sauteuses |
sauteur (fr)
- που προχωρά κάνοντας πηδήματα