scie sauteuse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
scie sauteuse | scies sauteuses |
scie sauteuse (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) η σέγα (ή παλμική σέγα ή παλινδρομική σέγα)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
scie sauteuse | scies sauteuses |
scie sauteuse (fr) θηλυκό