↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τζαζεμένος η τζαζεμένη το τζαζεμένο
      γενική του τζαζεμένου της τζαζεμένης του τζαζεμένου
    αιτιατική τον τζαζεμένο την τζαζεμένη το τζαζεμένο
     κλητική τζαζεμένε τζαζεμένη τζαζεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τζαζεμένοι οι τζαζεμένες τα τζαζεμένα
      γενική των τζαζεμένων των τζαζεμένων των τζαζεμένων
    αιτιατική τους τζαζεμένους τις τζαζεμένες τα τζαζεμένα
     κλητική τζαζεμένοι τζαζεμένες τζαζεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζαζεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τζαζεύω (< αγγλική jazz + -μένος)

τζαζεμένος -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • εικάζεται ότι η λέξη προήλθε από το γεγονός πως στα αυτιά ορισμένων οι αυτοσχεδιασμοί της τζαζ μουσικής ακούγονταν αλλόκοτοι, οπότε και οι μουσικοί που τους έπαιζαν είχαν μια δόση «τρέλας»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία