Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φλιπαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φλιπαρισμέν
ος
η
φλιπαρισμέν
η
το
φλιπαρισμέν
ο
γενική
του
φλιπαρισμέν
ου
της
φλιπαρισμέν
ης
του
φλιπαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
φλιπαρισμέν
ο
τη
φλιπαρισμέν
η
το
φλιπαρισμέν
ο
κλητική
φλιπαρισμέν
ε
φλιπαρισμέν
η
φλιπαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φλιπαρισμέν
οι
οι
φλιπαρισμέν
ες
τα
φλιπαρισμέν
α
γενική
των
φλιπαρισμέν
ων
των
φλιπαρισμέν
ων
των
φλιπαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
φλιπαρισμέν
ους
τις
φλιπαρισμέν
ες
τα
φλιπαρισμέν
α
κλητική
φλιπαρισμέν
οι
φλιπαρισμέν
ες
φλιπαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φλιπαρισμένος
<
φλιπάρω
Μετοχή
επεξεργασία
φλιπαρισμένος, -η, -ο
τρελαμένος
,
σαλταρισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φλιπαρισμένος