τζαζεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
τζαζεύω
- (αργκό) έχω αλλόκοτη συμπεριφορά, τρελαίνομαι, χαζεύω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- πιθανολογείται ότι η προέλευση της λέξης ήταν η αντίληψη ορισμένων πως οι αυτοσχεδιασμοί της τζαζ μουσικής ήταν ακατανόητοι, αλλόκοτοι, περίεργοι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαζεύω
|