Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοφροσύνη οι αλλοφροσύνες
      γενική της αλλοφροσύνης των (αλλοφροσυνών)
    αιτιατική την αλλοφροσύνη τις αλλοφροσύνες
     κλητική αλλοφροσύνη αλλοφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλοφροσύνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλλοφροσύνη θηλυκό

  • η κατάσταση εκείνου που έχει ταραγμένο το μυαλό, του αλλόφρονα

  Μεταφράσεις επεξεργασία