Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλλοφροσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλλοφροσύν
η
οι
αλλοφροσύν
ες
γενική
της
αλλοφροσύν
ης
των
(
αλλοφροσυν
ών
)
αιτιατική
την
αλλοφροσύν
η
τις
αλλοφροσύν
ες
κλητική
αλλοφροσύν
η
αλλοφροσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
σκόνη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλλοφροσύνη
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλλοφροσύνη
θηλυκό
η κατάσταση εκείνου που έχει ταραγμένο το μυαλό, του
αλλόφρονα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλλοφροσύνη
γαλλικά
:
déraison
(fr)
,
démence
(fr)
,
folie
(fr)