Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουρλαμένος η μουρλαμένη το μουρλαμένο
      γενική του μουρλαμένου της μουρλαμένης του μουρλαμένου
    αιτιατική τον μουρλαμένο τη μουρλαμένη το μουρλαμένο
     κλητική μουρλαμένε μουρλαμένη μουρλαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουρλαμένοι οι μουρλαμένες τα μουρλαμένα
      γενική των μουρλαμένων των μουρλαμένων των μουρλαμένων
    αιτιατική τους μουρλαμένους τις μουρλαμένες τα μουρλαμένα
     κλητική μουρλαμένοι μουρλαμένες μουρλαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουρλαμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μουρλαίνω

  Μετοχή επεξεργασία

μουρλαμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία