ἀποφθέγγομαι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀποφθέγγομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποφθέγγομαι
Ρήμα επεξεργασία
ἀποφθέγγομαι (αποθετικό ρήμα)
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀποφθέγγομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀποφθέγγομαι (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀπο- + φθέγγομαι
Ρήμα επεξεργασία
ἀποφθέγγομαι, μέλλων: ἀποφθέξομαι (αποθετικό ρήμα) (ελληνιστική κοινή)
- μιλάω με σαφήνεια, με ξεκάθαρα λόγια
- διατυπώνω αποφθέγματα
- και στην καθαρεύουσα: όπως αποφθέγγομαι [1][2]
- (για αντικείμενα) που κουδουνίζει, ηχεί όταν το χτυπάς
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ἀπόφθεγμα, φθέγγομαι και φθόγγος
επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ αποφθέγγομαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ἀποφθέγγομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποφθέγγομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.