Δείτε επίσης: αποφθέγγομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποφθέγγομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποφθέγγομαι

ἀποφθέγγομαι (αποθετικό ρήμα)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποφθέγγομαι (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀπο- + φθέγγομαι

ἀποφθέγγομαι, μέλλων: ἀποφθέξομαι (αποθετικό ρήμα) (ελληνιστική κοινή)

  1. μιλάω με σαφήνεια, με ξεκάθαρα λόγια
  2. διατυπώνω αποφθέγματα
    και στην καθαρεύουσα: όπως αποφθέγγομαι [1][2]
  3. (για αντικείμενα) που κουδουνίζει, ηχεί όταν το χτυπάς

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἀπόφθεγμα, φθέγγομαι και φθόγγος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. αποφθέγγομαιΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας