Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄφθεγκτος < α στερητικό και φθέγγομαι

  Επίθετο επεξεργασία

ἄφθεγκτος, ος, ον

  1. άναθρος, βουβός, που έχασε τη λαλιά του από αμηχανία, όπως λέμε σήμερα "δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα"
  2. αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί με λέξεις
    συννοεῖς οὖν ὡς οὔτε φθέγξασθαι δυνατὸν ὀρθῶς οὔτ᾽ εἰπεῖν οὔτε διανοηθῆναι τὸ μὴ ὂν αὐτὸ καθ᾽ αὑτό, ἀλλ᾽ ἔστιν ἀδιανόητόν τε καὶ ἄρρητον καὶ ἄφθεγκτον καὶ ἄλογον;
  3. τόπος ή περίσταση στον οποίο δεν επιτρέπεται να μιλάει κάποιος

Συνώνυμα επεξεργασία

ἄφθογγος

Συγγενικά επεξεργασία