ἄφθεγκτος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἄφθεγκτος, ος, ον
- άναθρος, βουβός, που έχασε τη λαλιά του από αμηχανία, όπως λέμε σήμερα "δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα"
- αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί με λέξεις
- συννοεῖς οὖν ὡς οὔτε φθέγξασθαι δυνατὸν ὀρθῶς οὔτ᾽ εἰπεῖν οὔτε διανοηθῆναι τὸ μὴ ὂν αὐτὸ καθ᾽ αὑτό, ἀλλ᾽ ἔστιν ἀδιανόητόν τε καὶ ἄρρητον καὶ ἄφθεγκτον καὶ ἄλογον;
- τόπος ή περίσταση στον οποίο δεν επιτρέπεται να μιλάει κάποιος