φθόγγοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφθόγγοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του φθόγγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφθόγγοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του φθόγγος