αποφθεγματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποφθεγματικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποφθεγματικός
Επίθετο
επεξεργασία
αποφθεγματικός, -ή, -ό
- που μιλά με αποφθέγματα
- (κατ’ επέκταση) λακωνικός, λιγόλογος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποφθεγματικός