Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθογγολογικός η φθογγολογική το φθογγολογικό
      γενική του φθογγολογικού της φθογγολογικής του φθογγολογικού
    αιτιατική τον φθογγολογικό τη φθογγολογική το φθογγολογικό
     κλητική φθογγολογικέ φθογγολογική φθογγολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθογγολογικοί οι φθογγολογικές τα φθογγολογικά
      γενική των φθογγολογικών των φθογγολογικών των φθογγολογικών
    αιτιατική τους φθογγολογικούς τις φθογγολογικές τα φθογγολογικά
     κλητική φθογγολογικοί φθογγολογικές φθογγολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθογγολογικός < φθογγολογ(ία) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fθoŋ.ɡo.loˈʝi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φθογ‐γο‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

φθογγολογικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία