φθογγολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθογγολογικός < φθογγολογ(ία) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fθoŋ.ɡo.loˈʝi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φθογ‐γο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαφθογγολογικός
- (γλωσσολογία) σχετικός με τη φθογγολογία
- → δείτε και τη λέξη φθογγολογικό (ουσιαστικοποιημένο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φθογγολογικός
|