↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλαρμονική οι φιλαρμονικές
      γενική της φιλαρμονικής των φιλαρμονικών
    αιτιατική τη φιλαρμονική τις φιλαρμονικές
     κλητική φιλαρμονική φιλαρμονικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλαρμονική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική philharmonique < ιταλική filarmonico < αρχαία ελληνική φιλ- + αρμονία + -ικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.laɾ.mo.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λαρ‐μο‐νι‐κή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλαρμονική θηλυκό (μουσική)

  1. ορχήστρα ή μπάντα από πνευστά και κρουστά όργανα
    ※  Οι φιλαρμονικές ήταν μια από τις πιο ευδιάκριτες πινελιές του αστικού τρόπου ζωής και η Ερμούπολη του 19 αιώνα, μια ανθηρή εμπορική πόλη, μπορούσε να περηφανευτεί πως δομήθηκε πάνω και γύρω από έναν σκληρό πυρήνα αστικών αξιών.
    Χάρης Αθανασιάδης, Η μνήμη και η πόλις. 40 + 1 δημόσιες ιστορίες (Αθήνα, Ασίνη: 2022, ISBN 978-618-5346-40-9), σ. 126.
  2. μεγάλη ορχήστρα συμφωνικής μουσικής
    ※  Το καλοκαίρι του 1955 ο Δημήτρης Μητρόπουλος επισκέφθηκε την Αθήνα και έδωσε συναυλία με την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης στο Ηρώδειο. Η υποδοχή του κοινού ήταν εξαιρετικά ενθουσιώδης. Το Ωδείο Αθηνών τίμησε τον παλαιό του απόφοιτο με μια εκδήλωση ιδιαιτέρως θερμή.
    «Μητρόπουλος, Επιστολή από τη Νέα Υόρκη, 1955», athensconservatoire.gr (2018)· πρόσβαση: 2023-06-24.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία