Ηρώδειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ηρώδειο | τα | Ηρώδεια |
γενική | του | Ηρωδείου & Ηρώδειου |
των | Ηρωδείων |
αιτιατική | το | Ηρώδειο | τα | Ηρώδεια |
κλητική | Ηρώδειο | Ηρώδεια | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ηρώδειο < (καθαρεύουσα) Ἡρώδειον < αρχαία ελληνική ᾨδεῖον του Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ, του ρωμαίου που το έχτισε • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈɾo.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Η‐ρώ‐δει‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΗρώδειο ουδέτερο
- αρχαίο ωδείο στην Αθήνα
- ※ Με είχε καλέσει στο σπίτι της για ένα ποτό προτού πάμε μαζί σε μια παράσταση στο Ηρώδειο. (Μαργαρίτα Παπανδρέου, Έρωτας και εξουσία, (Πατάκης: Αθήνα, 2015), σελ. 285)