Ἀττικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ἀττικός < Ἀττική
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ἀττικός και ἀττικός, η Ἀττική και ἀττική, το Ἀττικόν και ἀττικόν, συγκριτικός βαθμός (μεταγενέστερος) ἀττικώτερος,η,ον
- ο σχετικός με την περιοχή της Αττικής
- ἔτι ἔνιαι τῶν παροιμιῶν καὶ γνῶμαί εἰσιν, οἷον παροιμία “Ἀττικὸς πάροικος” (Αριστ.Ρητορική, 2.21.13)
- το Ἀττικόν/ἀττικόν σχῆμα (αττική σύνταξη και ονομαστική αντί κλητικής)
- τα Ἀττικά γράμματα : το αττικό αλφάβητο
- τα Ἀττικά αγγεία (και ἀττικά)
- (γραμματική) το ἀττικόν: το στυλ, ύφος, προφορά των Αττικών συγγραφέων
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ἀττικός
- ο κάτοικος των αγρών γύρω από την Αθήνα σε αντιδιαστολή προς τον Αθηναίο πολίτη
- (λόγιο) μεταγενέστερα, στον πλυθυντικό, ως ουσιαστικό, οι Ἀττικοί, σήμαιναν τους συγγραφείς της Αττικής, κυρίως του 4ου και 5ου π.Χ. αιώνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Ἀττική
- το ἀττικόν, στη νεοελληνική αττικό
- ἀττικιστί και ἀττικῶς επιρρήματα
- ἀττικίζω
- ἀττικισμός και στη νεοελληνική αττικισμός
- ἀττικιστής και στη νεοελληνική αττικιστής
Εκφράσεις
επεξεργασία- Ἀττικὸς πάροικος : ο κακός γείτονας
- Αττικός μυκτήρ : ο σαρκαστικός και επιτήδειος (σαν τους Αθηναίους)
- ἀττικός ἐν τοῖς ἔργοις : αργός στην ετέλεση των υποχρεώσεών του, εκείνος που αντιδρά εκ των υστέρων
- ἀττικόν βλέπος : το θρασύ, αναιδές ύφος
- ἀττικοί ἃλες : η λεπτή, καυστική, περιφρονητική ειρωνεία (των Αθηναίων)
- ἀττικά δεῖπνα : τα λιτά γεύματα των Αθηναίων σε αντιδιαστολή προς των Βοιωτών που έτρωγαν πιο βαριά