Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀττικιστής < ἀττικισμός < ἀττικίζω < Ἀττική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀττικιστής

  1. ο οπαδός του αττικισμού
  2. εκείνος που συνέλεγε και κατέγραφε εκφράσεις των Αττικών συγγραφέων σε αρχεία προς μίμηση και εκπαίδευση των νεωτέρων γενεών

Συγγενικά επεξεργασία