ἀττικιστί
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀττικιστί < ἀττικ(ισμός) + -ιστί < Ἀττική
Επίρρημα επεξεργασία
ἀττικιστί
- ... τὸ τῇ φωνῇ λέγειν ἀττικιστί, πολλοὺς ἂν οἶμαι τοὺς μὲν Ἀρκάδας, τοὺς δὲ Λάκωνας αὐτῶν εἶναι νομίσαι : αν δεν είχαν την αττική προφορά, πιστεύω ότι πολλοί θα θεωρούσαν ότι είχαν απέναντί τους Αρκάδες και Λάκωνες (από πρόλογο ομιλίας πιθανόν του Δημοσθένη)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- το ἀττικόν επίθετο αλλά και ουσιαστικό
- Ἀττικός
- Ἀττική
- ἀττικιστής
- ἀττικίζω
- ἀττικισμός