Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθηναϊκός η αθηναϊκή το αθηναϊκό
      γενική του αθηναϊκού της αθηναϊκής του αθηναϊκού
    αιτιατική τον αθηναϊκό την αθηναϊκή το αθηναϊκό
     κλητική αθηναϊκέ αθηναϊκή αθηναϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθηναϊκοί οι αθηναϊκές τα αθηναϊκά
      γενική των αθηναϊκών των αθηναϊκών των αθηναϊκών
    αιτιατική τους αθηναϊκούς τις αθηναϊκές τα αθηναϊκά
     κλητική αθηναϊκοί αθηναϊκές αθηναϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθηναϊκός < Αθήνα + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.θi.na.iˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐θη‐ναϊ‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αθηναϊκός -ή -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει στην Αθήνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία