Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθηναϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθηναϊκ
ός
η
αθηναϊκ
ή
το
αθηναϊκ
ό
γενική
του
αθηναϊκ
ού
της
αθηναϊκ
ής
του
αθηναϊκ
ού
αιτιατική
τον
αθηναϊκ
ό
την
αθηναϊκ
ή
το
αθηναϊκ
ό
κλητική
αθηναϊκ
έ
αθηναϊκ
ή
αθηναϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθηναϊκ
οί
οι
αθηναϊκ
ές
τα
αθηναϊκ
ά
γενική
των
αθηναϊκ
ών
των
αθηναϊκ
ών
των
αθηναϊκ
ών
αιτιατική
τους
αθηναϊκ
ούς
τις
αθηναϊκ
ές
τα
αθηναϊκ
ά
κλητική
αθηναϊκ
οί
αθηναϊκ
ές
αθηναϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθηναϊκός
<
Αθήνα
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.θi.na.iˈkos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐θη‐ναϊ‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
αθηναϊκός -ή -ό
που αναφέρεται ή ανήκει στην
Αθήνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθηναϊκός
αγγλικά
:
Athenian
(en)
αρωμουνικά
:
athinescu
(roa-rup)
(
αρσ
),
athineascã
(roa-rup)
(
θηλ
)
γαλλικά
:
athénien
(fr)