Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αττικιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αττικιστ
ής
οι
αττικιστ
ές
γενική
του
αττικιστ
ή
των
αττικιστ
ών
αιτιατική
τον
αττικιστ
ή
τους
αττικιστ
ές
κλητική
αττικιστ
ή
αττικιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αττικιστής
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀττικιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αττικιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
αττικίστρια
)
(
λόγιο
) αυτός που
αττικίζει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αττικίζω
και
Αττική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αττικιστής
αγγλικά
:
atticist
(en)